εντομοφάγα

εντομοφάγα
Τάξη πλακουντοφόρων θηλαστικών, που οφείλουν την ονομασία τους στο ότι τρέφονται κυρίως με έντομα. Τα ε. είναι πελματοβάμονα ζώα με μάλλον μικρό μέγεθος και χαρακτηρίζονται από ρυγχωτό πρόσωπο, πλούσιο σε θηλίδια αφή. Η οδοντοφυΐα τους είναι πλήρης, με δόντια πολύ μυτερά, κατάλληλα για να τρυπούν τη σκληρή επένδυση των διαφόρων εντόμων. Τα 4 πόδια τους απολήγουν σε 5 δάχτυλα εφοδιασμένα με νύχια. Τα ε. απαντώνται σε ολόκληρη τη Γη, εκτός από την Αυστραλία, ενώ στη Νότια Αμερική αντιπροσωπεύονται μόνο από λίγα είδη. Τα ε. υποδιαιρούνται σε είκοσι οικογένειες, από τις οποίες οι έντεκα έχουν εκλείψει. Παλαιότερα, στα ε. ανήκαν και τα δερμόπτερα (π.χ. γαλεοπίθηκος), τα οποία με τη νεότερη ταξινόμηση θεωρούνται μεμονωμένη τάξη. Τα ε. διαφέρουν πολύ μεταξύ τους στο τρίχωμα, στο μήκος της ουράς και ιδιαίτερα στις συνήθειες και στις ικανότητές τους. Μερικά είναι ημερόβια, άλλα νυκτόβια και άλλα δηλητηριώδη (μυγαλή). Πολλά είδη διέρχονται τον χειμώνα σε χειμέρια νάρκη. Υπάρχουν ε. χερσόβια (ακανθόχοιρος), δενδρόβια (τουπάι), εκσκαφείς (ασπάλακας), υδρόβια (μυγαλή υδρόβιος), πηδητικά (μακροσκελίς). Τα περισσότερα από αυτά τα ζώα είναι χρήσιμα στη γεωργία. ε. φυτά. Ετερογενής ομάδα φυτών, που διαθέτουν την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, κυρίως από το σώμα μικρών εντόμων που αιχμαλωτίζουν. Βλ. λ. σαρκοφάγα φυτά. ΤΥΠΙΚΟΙ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΟΦΑΓΩΝ

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θηλαστικά — Ομοταξία σπονδυλωτών που περιλαμβάνει περίπου 3.000 γένη και 15.000 είδη, από τα οποία άλλα ζουν έως σήμερα και άλλα έχουν εκλείψει. Είναι ζώα ομοιόθερμα, με πνευμονική αναπνοή και πλήρες διάφραγμα, το οποίο χωρίζει τη θωρακική περιοχή, που… …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγος — α, ο 1. που τρώει έντομα, που τρέφεται με έντομα: Εντομοφάγα ζώα. 2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εντομοφάγα ονομασία ζώων (σκαντζόχοιρος, τυφλοπόντικας, χελιδόνι κ.ά.), εντόμων (νόβιος, ιτσέρια κ.ά.) και φυτών (δροσόφιλλα, νηπενθές κ.ά.), που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Πιερίδες — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Εννέα θνητές κόρες του βασιλιά της Πιερίας, Πιέρου, και της Ευδίππης. Είχαν συναγωνιστεί τις Μούσες σε ένα διαγωνισμό τραγουδιού στον Ελικώνα και είχαν νικηθεί. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά …   Dictionary of Greek

  • άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • διπρωτόδοντα — (diprotodonta). Υπόταξη θηλαστικών της τάξης των μαρσιποφόρων, που περιλαμβάνει τα καγκουρό, τα κοάλα, τους φαλαγγιστές και τα συγγενή γένη, τα οποία χαρακτηρίζονται στο σύνολό τους από την ύπαρξη δύο μόνο κοπτήρων στο κάτω σαγόνι και την απουσία …   Dictionary of Greek

  • δροσερά — Γένος ποωδών φυτών της οικογένειας των δροσεριδών (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυή και ευδοκιμούν στις πολύ υγρές ή τελματώδεις περιοχές. Χαρακτηρίζονται από τα ειδικά φύλλα τους, που έχουν την ιδιότητα να προσελκύουν και να συλλαμβάνουν μικρά… …   Dictionary of Greek

  • εντομοφάγος — ο 1. αυτός που τρέφεται με έντομα 2. βοτ. φυτά που φύονται σε εδάφη πτωχά σε αζωτούχους ουσίες και τα οποία αιχμαλωτίζουν έντομα και τά απορροφούν 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα εντομοφάγα τάξη θηλαστικών που περιλαμβάνει περισσότερα από… …   Dictionary of Greek

  • λεμούριοι — Κοινή ονομασία της υπόταξης των προπιθήκων, της τάξης των πρωτευόντων. Η ονομασία της επιστημονικής κατάταξής τους οφείλεται στο γεγονός ότι, μολονότι φέρουν χαρακτηριστικά όμοια με των πιθήκων, εξελίχθηκαν λιγότερο από τους τελευταίους, τόσο από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”